- ξάζω
- έχω αξία, αξίζω («καμωμένα δεν ξάζουσι ουδέ τίποτσι», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αξάζω «έχω αξία», με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξασμός — ο 1. αξία, τιμή 2. ανταμοιβή, επιβράβευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάζω «αξίζω» + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek